- ἔμπλαστρα
- ἔμπλαστρονsalveneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίπλαστος — η, ο (AM ἐπίπλαστος, ον) [πλαστός] μτφ. πλαστός, ψεύτικος, προσποιητός (α. «επίπλαστη ευγένεια» β. «δακρύων ἐπιπλάστων», Λουκιαν.) αρχ. 1. (για πρόσ.) πασαλειμμένος, αλειμμένος, ψιμυθιωμένος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίπλαστα έμπλαστρα,… … Dictionary of Greek
κηρωματίτης — κηρωματίτης, ὁ (Α) [κήρωμα] φαρμακοποιός ή γιατρός που τοποθετούσε έμπλαστρα με κερί … Dictionary of Greek
κομπογιανίτης — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται ο ψευδοεπιστήμονας και συνήθως ο εμπειρικός γιατρός. Για την ετυμολογία της λέξης κ. έχουν διατυπωθεί διαφορετικές απόψεις κατά καιρούς. Ο Κοραής υποστήριζε ότι προήλθε από τις λέξεις κόμπος (κομπασμός) και… … Dictionary of Greek
παναλκής — παναλκής, ές (ΑΜ) πανίσχυρος, παντοδύναμος αρχ. (για έμπλαστρα) αυτός που έχει μέγιστη θεραπευτική ιδιότητα ή δύναμη. επίρρ... παναλκῶς (Α) με πανίσχυρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αλκής (< ἀλκή «δύναμη»)] … Dictionary of Greek
πισσοκοπώ — και αττ. τ. πιττοκοπῶ, έω, Α [πισσοκόπος] 1. αλείφω κάτι με πίσσα, πισσώνω («πισσοκοπεῑν τὰς ὀροφάς», επιγρ.) 2. μέσ. πισσοκοποῡμαι, έομαι αφαιρώ τις τρίχες τής κεφαλής με έμπλαστρα από πίσσα, γεγονός θεωρούμενο ως ένδειξη έσχατης εκθήλυνσης 3.… … Dictionary of Greek
φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση … Dictionary of Greek
Αζανίτης — (1ος αι. π.Χ.). Έλληνας γιατρός της αρχαιότητας. Θαυματουργά θεωρούσαν τα έμπλαστρά του για διάφορα έλκη. Από τον Γαληνό πληροφορούμαστε ότι για τον Α. εκφράστηκαν επαινετικά πολλοί σύγχρονοι του συνάδελφοι. Συγγράμματα του Α. δεν έχουν διασωθεί … Dictionary of Greek
ελαϊκό οξύ — Ακόρεστη οργανική ένωση που αντιστοιχεί στον τύπο CO17H33COOH. Είναι από τα περισσότερο ενδιαφέροντα ακόρεστα οξέα και, με τη μορφή του αρκετά διαδεδομένου στη φύση γλυκεριδίου του, αποτελεί το κυριότερο συστατικό των ζωικών και φυτικών λιπών.… … Dictionary of Greek